Σύντομο Ιστορικό
Ιερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Ἡ Δρυϊνούπολη, ἐρειπωμένη πόλη τῆς Βορείου Ἠπείρου, ταυτίζεται μέ τήν Ἀδριανούπολη τῆς Ἠπείρου (στήν Ἐπαρχία Ἀργυροκάστρου). Καί μέ τά δύο ὀνόματα συναντᾶται στίς πηγές, ἄλλοτε ὡς Δρυϊνούπολη καί ἄλλοτε ὡς Ἀδριανούπολη.
Ἀρκετά νωρίς δέχθηκε τόν Χριστιανισμό, ἀπό τό ἀποστολικό κέντρο τῆς Ἠπείρου, τήν Νικόπολιν. Ὡς ἐπισκοπή ὑπό τόν Μητροπολίτη Νικοπόλεως ὑφίσταται ἀπό τόν Ε΄ τουλάχιστον αἰώνα, ἀφοῦ ὑπάρχει μαρτυρία ὅτι ὁ Ἐπίσκοπός Ἀδριανουπόλεως Εὐτύχιος μετεῖχε στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.).
Κατά τόν ΙΑ΄ αἰώνα ὑπαγόταν στήν Ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος. Ἀπό τό 1285 στήν Ἀρχιεπισκοπήν Ἰωαννίνων, μέ ἕδρα ἀργότερα τό Ἀργυρόκαστρο. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1813-1821 ἑνώθηκε προσωρινά μέ τήν Ἐπισκοπή Χειμάρας καί Δελβίνου.
Ἡ Ἐκκλησιαστική περιφέρεια Δρυϊνουπόλεως τό 1923, ὅταν ἔγινε ὁ καθορισμός τῶν Ἑλληνοαλβανικῶν συνόρων, περιωρίστηκε στά ἐντός τῆς Ἑλλάδος ἐναπομείναντα λίγα χωριά της στήν περιφέρεια Πωγωνίου, τό κυριότερο δέ τμῆμα αὐτῆς ἀποτέλεσε τήν ἐντός τοῦ Ἀλβανικοῦ Κράτους συσταθεῑσα κατά τό 1937 Ἐπισκοπή Ἀργυροκάστρου.
Τόν Νοέμβριο τοῦ 1924, μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἔχοντας τήν πνευματική δικαιοδοσία ἐπί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν τῆς Ἑλλάδος, ἵδρυσε διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 4427/8-11-1924 πράξεως αὐτοῦ, νέες προσωρινές Μητροπόλεις στίς χώρες αὐτές μέ ὅρια καί ἐκταση τά διοικητικά ὅρια τῶν ἐπί Τουρκοκρατίας ὑποδιοικήσεων γιά προσωρινή τακτοποίηση τῶν ἐκ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί Θράκης καταφυγόντων προσφύγων Ἀρχιερέων στό ἐλεύθερο Ἑλληνικό κράτος. Ἔτσι συστήθηκαν στήν Ἤπειρο οἱ Μητροπόλεις α) Μετσόβου, β) Φιλιατῶν καί γ) Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανῆς. Ἡ τελευταία μέ ἔδρα τό Δελβινάκι, περιελάμβανε τήν ὑποδιοίκηση Πωγωνίου, ἡ ὁποία σέ μεγάλο βαθμό συνέπιπτε μέ τά ὅρια τῆς διαλυθείσης τό 1863 Ἀρχιεπισκοπῆς Πωγωνιανῆς. Μητροπολίτης αὐτῆς τοποθετήθηκε ὁ ὑπό τῶν Ἰταλῶν ἀπελαθείς (1916) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου Βασίλειος, φημιζόμενος «ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Βορείου Ἠπείρου».
Τήν 10η Μαρτίου 1936, διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 961/1070 πράξεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προσαρτήθηκε στήν συγχωνευθείσα Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανῆς, καί ἡ τέως Μητρόπολις Βελλᾶς καί Κονίτσης, ἀπαρτίζοντας ἔτσι τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης, ἀφαιρεθέντος τοῦ τίτλου «Βελλᾶς». Ἔκτοτε ἡ Ἱερά Μονή Βελλᾶς καί τά πέριξ αὐτῆς 42 χωριά, πού τότε ἀνήκαν πολιτικά στήν ὑποδιοίκηση Ἰωαννίνων, προσαρτήθηκαν στήν Ἱερά Μητρόπολιν Ἰωαννίνων. Ἡ ἀνωτέρω ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχει ὡς ἐξῆς:
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν 1) Το 8ον ἄρθρον παράγραφος τελευταία τοῦ κωδικοποιηθέντος Καταστατικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Νόμου 5438, 2) Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 4427 τῆς 8ηςΝοεμβρίου 1924 Πατριαρχικήν Ἐγκύκλιον 3) Τήν ἐν τῇ ΙΕ΄ συνεδρίᾳ καί ἀπό 21 Ὀκτωβρίου 1931 ληφθεῖσαν ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, περί καταργήσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βελλάς καί Κονίτσης, 4) Τήν ἐν τῇ 35η συνεδρίᾳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 27 Φεβρουαρίου ἐ.ἔ. ληφθεῖσαν ἀπόφασιν, περί καταστάσεως τοῦ ἄχρι τοῦδε Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελλᾶς καί Κονίτσης κ. Ἰωάννου εἰς τήν χηρεύουσαν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανῆς, ἐν τῇ σημερινή συνεδρίᾳ αὐτῆς ἀποφαίνεται: ὅτι ἡ Ἱερᾶ Μητρόπολις Βελλᾶς καί Κονίτσης μετά τήν ἤδη κανονικήν χηρείαν αὐτῆς προσαρτᾶται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανῆς, ὑπό τόν τίτλον Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς, Χειμάρρας, Κουρέντων καί Κονίτσης.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 10 Μαρτίου 1936
Ὁ πρόεδρος + Ἀθηνῶν Χρυσόστομος».