Ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ γεννήθηκε στό Λάμποβο Ἀργυροκάστρου τό 1858 καί ἐκοιμήθη τό 1936. Σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή της Χάλκης καί πρίν ἀναλάβει τήν Ἱερά Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως τό 1909, εἶχε διατελέσει Ἐπίσκοπος Δαφνουσίας καί Μητροπολίτης α) Λιτίτσης, β)Παραμυθίας – Φιλιατῶν καί γ) Βελεγράδων.
Διακρίθηκε γιά τήν Ἐθνική του δράση καί ἰδιαιτέρως γιά τήν προσφορά του στόν Ἀυτονομιακό Ἀγῶνα της Βορείου Ἠπείρου. Τό 1913, ὅταν ὁ ἑλληνικός στρατός προήλασε καί εἰσῆλθε στήν περιοχή τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ἦταν ἐκεῖνος πού ὑποδέχτηκε στό Ἀργυρόκαστρο, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς, τούς ἐπικεφαλείς τοῦ Στρατοῦ. Στήν προσωρινή κυβέρνηση τῆς Αὐτονόμου Ἠπείρου ὑπό τόν Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο τό 1914, ἀνέλαβε τό Ὑπουργεῖο Παιδείας.
Ἡ ἀνθελληνική πολιτική πού εἶχε χαράξει ἡ Ἰταλία, θεωροῦσε ἐμπόδιο τόν Ὀρθόδοξο κλῆρο καί γιά τό λόγο αὐτό, τό 1916 ὅταν ὁ Ἰταλικός στρατός εἰσῆλθε στήν περιοχή, ἀπέλασε τόν Βασίλειο στίς 22 Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου, μέ σκοπό τήν ἀποδυνάμωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος. Ὁ ἴδιος συνέχισε τήν ὀργάνωση τῆς διοικήσεως της Μητροπόλεως του καί το 1924 τοποθετήθηκε στή νέα Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανῆς στήν ἐλεύθερη Ἤπειρο μέ ἔδρα τό Δελβινάκι.
Ὁ Μητροπολίτης Βελλᾶς καί Κονίτσης, μετέπειτα Ἰωαννίνων καί τέλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Σπυρίδων Βλάχος, γεννήθηκε στή Χηλή τῆς Βιθυνίας Μικράς Ασίας τό 1873, ἐνῶ καταγόταν ἀπό τή Ρουψιά τοῦ Πωγωνίου καί ἐκοιμήθη στήν Ἀθήνα τό 1956. Σπούδασε στή Μεγάλη του Γένους Σχολή καί στήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Διετέλεσε διαδοχικά ἀρχιερατικός ἐπίτροπος στήν Καβάλα, Μητροπολίτης Βελλάς καί Κονίτσης (1906 –1916), Μητροπολίτης Ἰωαννίνων (1916-1949) καί Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πᾶσης Ἑλλάδος (1949-1956).
Εὐθύς μετά τήν ἀνάρρησή του στόν θρόνο Βελλάς καί Κονίτσης, ὁ Σπυρίδων ἄρχισε νά πραγματοποιεῖ ἐπισκέψεις στά χωριά καί στίς ἐνορίες τῆς πνευματικῆς παροικίας του καί νά διαπιστώνει μέ πόνο ψυχῆς, ὅτι παντοῦ βασίλευε ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀσέβεια, καί ἡ αἰσχρότητα, ἐνῶ ἡ ἔλλειψη ἐθνικοῦ φρονήματος ἦταν παντελής.
Ὁ ἀοίδιμος Σπυρίδων ἀπέδιδε τήν κατάσταση αὐτή τοῦ λαοῦ τῆς ὑπαίθρου στόν βαρύτατο ζυγό τῆς τυραννίας, στόν ἐκπατρισμό τῶν ὑγιῶν στοιχείων, στήν εἰσαγωγή ξένων ἠθῶν, στήν ἀπαιδευσία τοῦ κλήρου, στή ληστεία, στήν κακοδιοίκηση κ.λπ.
Ὑπό αὐτές τίς συνθῆκες καί πρός ἐξασφάλιση μιᾶς πολύτιμης πνευματικῆς ἀναγέννησης, ὁ Σπυρίδων μελέτησε, πλήν τῶν ἄλλων, τήν ἵδρυση Ἱεροδιδασκαλείου, ὅπου θά καταρτίζονταν ἱερεῖς καί δάσκαλοι. Ἔτσι προέκυψε ἡ περίφημη Σχολή Βελλᾶς. Ἡ ἐλπίδα στό Θεό καί στή γενναιοδωρία τοῦ Ἕλληνος ἦταν τά μόνα ἐφόδια τοῦ Σπυρίδωνος, ὅταν ἔβαζε τό θεμέλιο λίθο τοῦ Ἱδρύματος.
Ἀνέπτυξε ἐντυπωσιακή δράση στή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων καί πρωτοστάτησε στήν ὀργάνωση τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνος. Ἦταν μόλις 40 ἐτῶν ὅταν ἄρχισε ὁ Ἀυτονομιακός Ἀγῶνας γιά τή Βόρειο Ἤπειρο, ψυχή τοῦ ὁποίου, κατά κοινή ὁμολογία ὑπῆρξε αὐτός. Ἡ προκήρυξη ἐκείνου τοῦ Ἀγῶνα, ἡ ὁποία γράφτηκε ἀπό τόν ἴδιο, ἔλεγε ἀνάμεσα στά ἄλλα καί αὐτά: «Μᾶς ἀποσποῦν ἀπό τάς ἀγκάλας τῆς μητρός μας Ἑλλάδος… Τό Πάτριον ἡμῶν ἔδαφος κεῖται σήμερον λεία, δυνάμει ἀδίκου καί ἀκύρου βουλήσεως πάντων τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς… Μή δυναμένη δέ νά συμβιώση… μετά τῆς Ἀλβανίας, κηρύσσει ἡ Βόρειος Ἤπειρος τήν ἀνεξαρτησίαν τῆς καί προσκαλεῖ τούς πολίτας τῆς ὅπως, ὑποβαλλόμενοι εἰς πᾶσαν θυσίαν, προασπίσωσι τήν ἀκεραιότητα τοῦ ἐδάφους καί τάς ἐλευθερίας τῆς ἀπό πάσης προσβολῆς».
Ἦταν δέ ὁ πρῶτος πού ἀνύψωσε τή βορειοηπειρωτική σημαία μέ τόν βυζαντινό δικέφαλο ἀετό ἐπάνω σέ κίτρινο χρῶμα, στό Λεσκοβίκι τῆς Βορείου Ἠπείρου στίς 13 Φεβρουαρίου 1914. Ἀκόμη, διετέλεσε Ὑπουργός στήν προσωρινή Κυβέρνηση τῆς Αὐτονόμου Ἠπείρου. Ἀργότερα, Ἀρχιεπίσκοπος πλέον Ἀθηνῶν, ὡς πρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἐπιτροπῆς Αὐτοδιαθέσεως τῆς Κύπρου, ἀγωνίστηκε γιά τήν ἕνωση τῆς Κύπρου μέ τή μητέρα Ἑλλάδα. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε φιλανθρωπικῶς καί κοινωνικῶς, ὀργανώνοντας συσσίτια, σχολεῖα καί παρέχοντας ὑποτροφίες σέ νέους γιά σπουδές στό ἐσωτερικό.
Ὁ Σπυρίδων, ἄνδρας συνετός καί πολεμιστής καί σοφός, ἦταν μία ἐθνικῆς ἐμβελείας προσωπικότητα, μιά κορυφαία ἐκκλησιαστική φυσιογνωμία, πού θεωροῦσε ἀδιανόητο διαχωρισμό Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Θεληματικός, διπλωματικός, τολμηρός, ἡγέτης πραγματικά προοδευτικός, καί, προπάντων, ὁραματιστής καί πραγματοποιός.
ἈΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΠΡΟΤΟΜΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΒΛΑΧΟΥ
Ἡ Κόνιτσα, τῆς ὁποίας διετέλεσε Μητροπολίτης (Βελλάς καί Κονίτσης), τίμησε τή μεγάλη μορφή τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πᾶσης Ἑλλάδος Σπυρίδωνος Βλάχου, μέ ἀποκαλυπτήρια τῆς προτομῆς του, στή θέση «Άη – Γιάννης», πού βρίσκεται κοντά στό Στρατόπεδο 583 Τ.ΠΖ καί τό Στρατιωτικό Μαυσωλεῖο.
Τήν προτομή φιλοτέχνησε ὁ διάσημος Ἠπειρώτης γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης, ἀπό τό Ἑλληνικό Ἰωαννίνων, ἐνῶ τήν χρηματική δαπάνη κάλυψε ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν.
ἘΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΒΛΑΧΟΥ
Ὁ Σπυρίδων Βλάχος ἐξελέγη ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος μέ συντριπτική πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας στίς 4 Ἰουνίου 1949. Κατά τήν ἐνθρόνησή τοῦ, πού πραγματοποιήθηκε στόν καθεδρικό Ἀθηνῶν τήν 9η Ἰουνίου 1949, ξεφώνησε τόν κατάλληλο λόγο πού δίνει τό μέτρο τῆς δυναμικῆς προσωπικότητός τοῦ.
«Τή χάριτι τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, διαδηλωθείση διά τῆς ὁμόθυμου γνώμης τῆς ἁγιωτάτης Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἐγκρίσει τῆς Κυβερνήσεως καί ἐπινεύσει τοῦ εὐσεβεστάτου Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Παύλου τοῦ Α’, καλούμενος σήμερον ἐπί τήν διακυβέρνησιν τῆς Θεοφρουρήτου ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετά δέους τόν προταθέντα μοι βαρύν σταυρόν ἐπωμίζομαι. Τό βάρος δέ τοῦτο καθιστά καταθλιπτικώτερον ὄχι μόνον ἡ προβεβηκυΐα ἡλικία καί ἡ ἐπισφαλής ὑγεία ἀλλά καί ἡ λαμπρά παράδοσις περικλέων ἱεραρχῶν, κοσμησάντων τόν Θεοφρούρητον τῶν Ἀθηνῶν Θρόνον, καί δή τοῦ ἀμέσου προκατόχου μου, τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ. Ὅσον καί ἄν αἱ ἀντίξοοι καί ἐν τή Ἐκκλησία προξενήσασαι ἀνωμαλίαν περιστάσεις, ἡ ὑπό τῆς ἀδηρίτου ἀνάγκης ἐπιβληθεῖσα διάσπασις τῆς δραστηριότητος του, καί ἐν τελεῖ ἡ κλονισθεῖσα ὑγειά του δέν ἐπέτρεψαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τό Χριστεπώνυμον αὐτῆς πλήρωμα νά δρέψουν πλήρως τούς καρπούς, τούς ὁποίους ὑπίσχνουντο τά πολλαπλά του προσόντα, ἡ ἰσχυρά ὅμως προσωπικότης του κατέλαβεν ἤδη τιμητικήν θέσιν εἰς τάς δέλτους τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας καί ὄχι μόνον τῆς ἐκκλησιαστικῆς. Ἀγήρως ἔστω ἡ μνήμη του!
Ἀποσπώμενος τῆς ἰδιαιτέρας μου πατρίδος, τῆς προσφιλοῦς μου Ἠπείρου, δέν δύναμαι νά μήν ἐκφράσω, κατά τήν ἐπίσημον ταύτην στιγμήν, τήν βαθυτάτην μου ὀδύνην. Ἐπιτελῶν τό ἔργον τῆς θειᾶς διακονίας ἐπί 43 σύναπτα ἔτη εἰς τό ἀκριτικόν αὐτό θέμα τοῦ Γένους, τό ὁποῖον πρώτον καί βαρύτερα δέχεται τά πλήγματα πάσας ἐχθρικῆς ἐπιβουλῆς, συνεμερίσθην τάς χαράς του καί τάς λύπας του, τούς θριάμβους καί τάς ταπεινώσεις του, συνεδέθην ἀρρηκτως μετ’ αὐτοῦ καί ἐπεθύμουν καί ἤλπιζον, ὅτι τό καταπεπονημένον σαρκίον μου θά ἀνεπαύετο ἤρεμον εἰς τό φιλόστοργον χῶμα τοῦ. Ἀντεμετωπίζον ὡς λιποταξίαν αὐτόχρημα τήν ἀπομάκρυνσιν μου σήμερον εἰς τήν κρισιμωτάτην καμπήν τῆς ἱστορίας τῆς Ἠπείρου, ὁπότε ὁλόκληρος σχεδόν ὁ πληθυσμός τῆς ἀνταρτόπληκτος ὑφίσταται τά δεινά τῆς προσφυγιᾶς. Πλήν, ἄλλως ἔδοξε τῷ Κυρίῳ. Γενηθήτω τό θέλημα Του. Στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ὑπέρ πᾶν ἄλλο δέν ἐνόμισα, ὅτι ἐδικαιούμην νά παρακούσω εἰς τήν ἀτομικήν τῆς πρόσκλησιν, ἐκδηλωθεῖσαν διά θερμῆς ἐκκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας, ἀποβλεψάσης πρός ἐμέ ὄχι ὡς πρός ἄτομον, ἀλλ’ ὡς σύμβολον ἑνότητος, ὡς συνισταμένην τῆς θελήσεως πάντων νά ἀνταποκριθῶσι πρός τό ἐπιτακτικόν λαϊκόν αἴτημα τῆς ἀνυψώσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἶνα καταστῇ ζῶσα καί ἐκπληρώση τήν ὑψηλήν ἀποστολήν τῆς ὡς κοινωνικοῦ ἕρματος.
«Ὑμεῖς ἔστε τό φῶς τοῦ κόσμου». «Ὑμεῖς ἔστε τό ἅλας τῆς γῆς» Ἐπιτακτικαί ὡς ἡ σάλπιγξ τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἀντηχοῦσιν εἰς τά ὦτα τῶν ποιμένων τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας αἱ ἐντολαί τοῦ Θεανθρώπου καί κατά τρόπον πρωτοφανῆ εἰς τά χρονικά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς εἰς ἄνθρωπος, θυσιάζοντες καί εὐλόγους καί δεδικαιολογημένας φιλοδοξίας, ἠξίωσαν τάς ὑπηρεσίας μου. Δέν ἠδυνάμην νά ἀρνηθῶ. Ἐκφράζω πρός πάντας τήν εὐγνωμοσύνην μου, τήν εὐγνωμοσύνην τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ στάσις τῶν μου παρέχει τό δικαίωμα νά προεξοφλήσω τήν ἐγκάρδιον καί ὁλόψυχον συνεργασίαν τῶν διά τήν ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀνασύνδεσιν τῆς μεγάλης τῆς παραδόσεως.
Διότι, ἅς μήν τό ἀποκρύπτωμεν, ἡ Ἐκκλησιά, ὅπως ἄλλωστε ὁλόκληρος ἡ ἑλληνική κοινωνία, διέρχεται κρίσιν βαρυτάτην. Ἡ ὑπερνίκησις τῆς κρίσεως ταύτης θά βαρύνῃ ἀποφασιστικῶς ὄχι μόνον διά τήν εὐημερίαν, ἀλλά δι’ αὐτήν ταύτην τήν ἐπιβίωσιν καί αὐτῆς καί τοῦ Γένους γενικώτερον. Ὁ ἑλληνικός λαός, ὁ θαυμάσιος καί εὐγενής αὐτός λαός, ὁ αὐτόχρημα περιούσιος, μέ τήν προσκόλλησιν του εἰς τά πάτριά, μέ τήν ἐξ ἐνστίκτου συνείδησιν, ὅτι ἡ προσήλωσις εἰς τήν παράδοσιν ἀποτελεῖ τήν μόνην ἄγκυραν σωτηρίας εἰς τόν βράχον αὐτόν, ὀποῦ καθηλώθη ἀπό τούς ἀτέγκτους ἱστορικούς νόμους, καί ὀποῦ πλήττεται πανταχόθεν , θρησκεύει βαθύτατα. Θρησκεύει πάντοτε, ἀλλά κυρίως ἐκδηλοῦται εἰς τάς κρισίμους στιγμάς, καθ’ ἅς φθάνει μέχρις ὁραματισμοῦ. Ὁ ἱερός του Κλῆρος ξέπεσεν, ἄνευ πνευματικῶν προσόντων, οἰκονομικῶς ἐξηθλιωμένος, ἀπέβη ἀνίκανος νά ἀνταπεξέλθη εἰς τήν κρίσιν. Καί ὅμως οὐδέποτε ἔπαυσε νά τόν σέβεται. Τόν ἀντίκρυζεν ὡς τόν θεματοφύλακα τῆς κιβωτοῦ τῆς ἱεράς τοῦ παρακαταθήκης. Καί εἰς τοῦτο δέν ἠπατᾶτο. Ἀπόδειξις ἡ λύσσα, μετά τῆς ὁποίας οἱ ἐπιδρομεῖς, οἱ παντός εἴδους ἐπιδρομεῖς, ἐπεδίωξαν τήν ἐξόντωσιν του καί ὁ ἀριθμός τῶν θυμάτων του. Αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ Κλήρου τήν πνευματικήν καί ἠθικήν ἀνύψωσιν καί, ἀναποφεύκτως, τήν οἰκονομικήν, ζητεῖ ἐπιτακτικῶς ὁ ἑλληνικός λαός.
Διότι, ἅς μή ἀπατώμεθα. Καί ὅταν ἡ ἐπάρατος ἀνταρσία λήξη σύν Θεῷ, ἡ κρίσης δέν θά παρέλθη. Καί δέν θά ἀντιμετωπισθῇ μόνον διά τῶν ὅπλων. Θά ἀντιμετωπισθῇ πνευματικῶς καί πρό παντός διά τοῦ Κλήρου, διά τοῦ Κλήρου ἔχοντος πλήρη τήν συναίσθησιν, ὅτι ἀποτελεῖ τό φῶς τοῦ κόσμου. Ἡ Ἱεραρχία τό ἀντελήφθη καί τό ἀπέδειξε καί θά πράξη τό πᾶν πρός τοῦτο. Καί τό νεαρόν, ἀλλά τόσον ἐυθαλές καί καρποφόρον φυτώριον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, τό ὁποῖον εἶναι ἄξιον νά τύχη καί θά τύχη ἀμερίστου τῆς ὑποστηρίξεως τῆς Ἐκκλησίας, υπισχνεῖται πολλά.
Θέλω νά πιστεύω, ὅτι καί ἡ Πολιτεία θά ἐπιδείξη κατανόησιν. Ἡ πρόσφατος στάσις τῆς Κυβερνήσεως, ἐπιτρεψάσης διά πρώτην φοράν ἀπό τῆς συστάσεως τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας πραγματικῶς ἐλευθέραν καί ἀνεπηρέαστον τήν ἐκλογήν τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τόν ἀισιώτερον οἰωνόν. Καί ἡ σύνθεσις τῆς σήμερον παρέχει βάσιμον τήν ἐλπίδα, ὅτι ἐκτιμᾶται δεόντως ἡ χρησιμότης τῆς Ἐκκλησίας ὡς πολύτιμου κοινωνικοῦ κεφαλαίου καί ὅτι αἱ ἐπιτακτικαί τῆς ἀνάγκαι δέν θά παραγνωρισθῶσι. Ἡ Ἐκκλησία δέν ζητεῖ παρά κατανόησιν καί δικαιοσύνην, τόσο διά τό αἴτημα τῆς ἐσωτερικῆς τῆς ἑνότητος, ὅσο καί τῆς θέσεως τῆς ἀπέναντι τῶν ἄλλων δογμάτων. Ἡ ἑλληνική ἐκκλησία δέν εἶναι μισσαλόδοξος, δέν εἶναι ἀφιλόξενος, δέν παύει νά εἶναι φιλάλληλος, δικαιοῦται ὅμως νά ἀξιώσῃ τόν ὀφειλόμενον σεβασμόν, τόν κατοχυρούμενον καί ἀπό τόν συνταγματικόν Χάρτην, καί εἰς τό σημεῖον τοῦτο ὀφείλει νά εἶναι ἄκαμπτος.
Εἴθε ὁ Παντοδύναμος νά φωτίσῃ τούς ταγούς τοῦ Ἔθνους.
Καί ἤδη ἅς στρέψωμεν τόν νοῦν καί τήν καρδίαν μᾶς πρός τόν ηρωϊκόν μᾶς Στρατόν.
Ποταμοί αἵματος, τοῦ εὐγενεστέρου αἵματος τῆς νεολαίας μᾶς, χύνονται διά νά ποτίσωσι τό ἱερόν δένδρον τῆς ἐλευθερίας, τῆς παγκόσμιου ἐλευθερίας, ἥτις εἶναι κατάκτησις τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, δωρηθεῖσα ὡς αἰώνιον κτῆμα εἰς τήν ἀνθρωπότητα. Ἀποτελεῖ βεβαίως ἱκανοποίησιν ἡ παρά πάντων ἀναγνώρισις τοῦ παγκόσμιου χαρακτῆρος τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος καί ἡ πρόθυμος συναντίληψις καί βοήθεια τῶν μεγάλων μᾶς συμμάχων. Ἀλλά τήν μεγάλην ἱκανοποίησιν, ὡς καί τήν δύναμιν τῆς νικηφόρου διεξαγωγῆς τοῦ ἀγῶνος, ἀντλεῖ ἡ ἑλληνική ψυχή ἀπό τήν μακραίωνα παράδοσιν τῆς, ἀπό τήν ἔνστικτον συνείδησιν τῆς, ὅτι ὁ προορισμός τῆς εἶναι νά ἵσταται πάντοτε ἀκοίμητος φρουρός τοῦ ἀκατάλυτου ἀγαθοῦ, τό ὁποῖον αὐτή ἐχάρισεν εἰς τόν κόσμον. Εἶναι μικρά ἡ Ἑλλάς, «ἀλλ’ οἱ μεγάλες πατρίδες δέν μετροῦνται μέ τόν πήχυ καί μέ τόν διαβήτη». Εἶναι μεγάλη ὡς Ἰδέα καί ὁ ἡρωισμός τῶν τεκνῶν τῆς θά τῆς κρατήση πάντοτε τιμητικήν θέσιν μεταξύ τῶν Μεγάλων.
Ἅς δεηθῶμεν τοῦ Παναγάθου νά ἐπευλογήση τόν ἱερόν ἀγῶνα, νά ἐπιστέψη ταχέως διά τῆς νίκης τήν ὑπερτάτην προσπάθειαν καί νά θέση τέρμα εἰς τήν ὀδυνηράν αἱμορραγίαν. Ἅς ἐπικαλεσθῶμεν τήν προστασίαν καί τήν ἐνίσχυσιν Του διά τάς ἑκατοντάδας χιλιάδας τῶν ἀνταρτοπλήκτων, τῶν ξεριζωμένων ἀπό τάς ἑστίας τῶν καί σκληρῶς δοκιμαζομένων.
Ἅς ἱκετεύσωμεν Αὐτόν νά προστατεύσῃ τά ἀποσπασθέντα ἀπό τήν στοργήν τῶν γονέων ἀτυχῆ ἑλληνόπουλα, τά διαστρεβλούμενα σωματικῶς καί ψυχικῶς ἀπό τόν θανάσιμον ἐναγκαλισμόν τῶν ξένων. Ἀλλ’ ἀκολουθοῦντες τήν θείαν ἐντολήν, ἅς δεηθῶμεν καί ὑπέρ τῶν παραστρατημένων τέκνων τῆς Ἑλλάδος, τά ὁποία, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἐξέπεσαν εἰς τό κατάντημα τοῦ μητραλοίου. Εἴθε νά τούς φωτίση νά συνέλθωσι καί τήν τελευταίαν στιγμήν. Εἴθε τό ἔνστικτον τῆς φυλετικῆς ἀυτοσυντηρήσιας νά ἐξυπνήση εἰς τά βάθη τῆς ψύχης τῶν καί νά τούς ἐπαναφέρει εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησιᾶς καί τῆς πατρίδος.
Ἀλλ’ ἅς εὐχηθῶμεν εἰς τόν Πανάγαθον νά ἐνισχύση καί ἡμᾶς τούς δόκιμους νά ἀποκαθαρώμεν τήν ψυχήν μας ἀπό τήν πικρίαν, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἰς τάς πολλαπλάς καταστροφάς, ἰδιωτικάς καί γενικάς, καί ἅς ἀνοίξωμεν τήν ψυχήν μας εἰς τήν ζείδωρον αὔραν τῆς Θειᾶς Ἀγάπης, τῆς τά πάντα στεργούσης, καί ἅς πιέσωμεν ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ἶνα συγχωρήσωμεν τούς εἰλικρινῶς μετανοοῦντας.
Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας! Ἡ Αὐγή ἐρρόδισεν, ἡ χαρμόσυνος ἡμέρα πλησιάζει. Θά μᾶς βοηθήση ὁ Δικαιοκρίτης Θεός, Οὐ ἡ χάρις καί τό ἄπειρον ἔλεος εἰή μετά πάντων ὑμῶν».
Ὁ Ἰωάννης Βασιλικός καταγόταν ἀπό τήν Τῆνο. Ἀποφοίτησε ἀπό τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης τό 1903. Ἄμεσα προσελήφθη ὡς Ἀρχιδιάκονος τῆς Μητροπόλεως Κρήνης. Στίς 15 Φεβρουαρίου 1904 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί διορίστηκε Πρωτοσύγκελλος ἀπό τόν Μητροπολίτη Θεόκλητο. Ἐπίσης ὑπηρέτησε ὡς Ἐφημέριος στή Βενετία καί στήν Κωνσταντινούπολη. Το 1909 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας, Βοηθός Ἐπίσκοπος της Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τό 1924 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἴμβρου καί Τενέδου. Στίς 23 Μαρτίου 1926 ἐξελέγη Μητροπολίτης Βελλᾶς καί Κονίτσης καί στίς 27 Φεβρουαρίου 1936 Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης. Στίς 15 Μαρτίου κηρύχθηκε ἔκπτωτος μετά τήν ἀπόρριψη αἴτησης ἀνακοπῆς κατά τῆς ἀπόφασης του Δευτεροβάθμιου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου. Ἐκοιμήθη στή Θεσσαλονίκη στίς 3 Φεβρουαρίου 1941.
Ὁ Δημήτριος Ἐυθυμίου (1882-1958) γεννήθηκε στό Δεμάτι Ἰωαννίνων. Το 1907 ἀποφοίτησε ἀπό τή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί προσελήφθῃ στό Λεσκοβίκι τῆς Βορείου Ἠπείρου ὡς Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος του τότε Μητροπολίτου Βελλάς καί Κονίτσης Σπυρίδωνος Βλάχου καθώς καί Ἱεροκήρυξ καί ἐπόπτης τῶν ἑλληνικῶν σχολείων τῆς περιφερείας. Ἀπό το 1912 ἕως τό 1923 διετέλεσε Διευθυντής τοῦ Ἱεροδιδασκαλείου Βελλάς καί μετέπειτα ἀνέλαβε τη διεύθυνση της Ἱερατικῆς Σχολῆς στό νησάκι τῆς λίμνης των Ἰωαννίνων ἐπί 4 συναπτά ἔτη. Παράλληλα, τό 1926 χειροτονήθηκε ὡς Βοηθός Ἐπίσκοπος Δωδώνης ἀπό τούς Μητροπολίτες, Ἰωαννίνων Σπυρίδωνα, Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλᾶς καί Κονίτσης Ἰωάννη καί Μετσόβου Τιμόθεο. Τό 1931 ἐξελέγη Μητροπολίτης Λευκάδος καί Ἰθάκης καί στίς 29 Φεβρουαρίου 1940 κατόπιν τῆς δικῆς του αἰτήσεως, μετατέθηκε στή Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης ἕως τό 1956, ὁπότε ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἰωαννίνων. Ἀπεβίωσε αἰφνιδίως την πρωτοχρονιά τοῦ ἔτους 1958.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης Χριστοφόρος Χατζῆς, γεννήθηκε στήν Ἐλευσῖνα το 1883. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Μεγαρίδος τό 1935.
Στίς 9 Μαρτίου 1953 ἐπανῆλθε στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκ τοῦ Παλαιοημερογιτοῦ σχίσματος, στό ὁποῖο εἶχε προσχωρήσει καί τοῦ δόθηκε πλέον ὁ τίτλος του Τιτουλαρίου Ἐπισκόπου Καρυουπόλεως, Βοηθοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
Στίς 18 Ἀπριλίου 1956 ἐξελέγη Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Στίς 24 Ἰανουαρίου 1967 ἀπεχώρησε τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας λόγῳ ὁρίου ἡλικίας. Ἐκοιμήθη τήν 11η Ἰανουαρίου 1973.
Ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης, Υπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Βορείου Ἠπείρου, Σεβαστιανός (κατά κόσμον Σωτήριος) Οικονομίδης γεννήθηκε τήν 20η Ἰουνίου 1922 στά Καλογρηανά Καρδίτσης. Μετά τήν ἀποπεράτωση τῶν μαθημάτων τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τῆς ἰδιαιτέρας πατρίδος του καθώς καί τοῦ ἡμιγυμνασίου Φαρσάλων, φοίτησε στό Ἱεροδιδασκαλεῖον Κορίνθου καί μετά τήν κατάργηση αὐτοῦ γράφτηκε στό Γυμνάσιο Καρδίτσης, ἀπό τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπολυτήριο τό 1941. Φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀπό τήν ὁποία ἀνεκηρύχθη πτυχιοῦχος τό 1949. Κατόπιν ἐκπλήρωσε τή στρατιωτική του θητεία ἐπί 28 μῆνες, ὑπηρετώντας στή Θρησκευτική Ὑπηρεσία του Στρατοῦ.
Προσελήφθη ἀρχικά ὡς Λαϊκός Ἱεροκήρυξ στήν περιφέρεια Μεσσηνίας. Ἔπειτα ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ἀσωμάτων Πετράκη Ἀθηνῶν, μετονομασθείς εἰς Σεβαστιανός. Χειροτονήθηκε Διάκονος τόν Αὔγουστο τοῦ 1956. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1957 διορίσθη Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων χειροτονηθείς δέ σέ Πρεσβύτερον – Ἀρχιμανδρίτην τόν Ἰούνιον τοῦ 1957. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1967 ἐκλέγεται Μητροπολίτης τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης.
Ἵδρυσε τό 1982 καί στή συνέχεια ὀργάνωσε καί ἐνίσχυσε οἰκονομικά τή μοναδική φοιτητική ὀργάνωση γιά τό Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα – τη Συντονιστική Φοιτητική Ἕνωση Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνα (ΣΦΕΒΑ). Τό 1985 ἵδρυσε τόν Πανελλήνιο Σύνδεσμο Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνα (ΠΑΣΥΒΑ) μέ ἔδρα τήν Κόνιτσα, Σύνδεσμο στόν ὁποῖο συμμετέχουν ἐπιστήμονες καί στελέχη του διπλωματικοῦ χώρου. Περίπου δεκαπέντε (15) εἶναι οἱ ἐκδόσεις του Μητροπολίτου γιά τό Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, πολλές ἀπ’ τίς ὁποῖες ἔχουν μεταφραστεῖ στά Ἀγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά καί Ἀλβανικά. Ὑπῆρξε ἐκδότης τῆς ἐφημερίδας “Βορειοηπειρωτικό Βῆμα”. Ἐπισκέφθηκε το Ἀμερικανικό Κογκρέσο καί τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καταγγέλλοντας τίς παραβιάσεις τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Θεσμοθέτησε τόν ἑορτασμό τῆς Ἐπετείου τῆς Αὐτονομίας τῆς Βορείου Ἠπείρου τοῦ 1914 στο ἀκριτικό Δελβινάκι Πωγωνίου. Μετά τήν πτώση τῶν ἠλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων (1990) στήν Ἀλβανία, συνέταξε ἀνοιχτές ἐπιστολές – ἐκκλήσεις πού ἔχουν μοιραστεῖ σέ χιλιάδες ἀντίτυπα γιά ἐπιστροφή τῶν Βορειοηπειρωτῶν στόν τόπο τους. Ἀπεβίωσε στίς 12 Δεκεμβρίου 1994 καί ὁ τάφος του βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Μολυβδοσκεπάστου. Ἀνδριάντας του βρίσκεται στήν Κόνιτσα (ἐντός τοῦ περιβόλου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ «Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ») καί προτομή του στήν Ἀθήνα.
Διοίκησις Ιεράς Μητροπόλεως
Ἐνορίες, Ναοί, Μονές
Ἱερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Copyright © 2024 All rights reserved.