Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ Χασὰν ἐγνώρισε τόν Χριστό καί εἶχε σφοδρή ἐπιθυμία νά ἐνταχθῆ στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως στό Ἀγρίνιο κυριαρχοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Γι’ αὐτό καί ἦταν ἀδύνατο νά ἀλλαξοπιστήση ὁ Χασάν. Γιατί ὄχι μόνον ὁ ἴδιος θά ἐκινδύνευε τά ἔσχατα, ἀλλά καί ἡ ὀργή τῶν φανατικῶν μωαμεθανῶν κατακτητῶν θά ἔπεφτε σίγουρα στά κεφάλια τῶν χριστιανῶν. Ἔτσι, οἱ προύχοντες τοῦ Ἀγρινίου, σκεπτόμενοι φρόνιμα καί συνετά, ἔστειλαν τόν νεαρό Χασὰν στήν Ἰθάκη (μιᾶς καί τά Ἑπτάνησα βρισκόντουσαν ὑπό τήν κυριαρχία τῆς Βενετίας), ὅπου βαπτίσθηκε καί πῆρε τό ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν, κατόπιν, ἐπέστρεψε στό Ἀγρίνιο, νυμφεύθηκε μιά εὐσεβῆ χριστιανή κόρη καί ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Μαχαλᾶς (σημερινές Φυτεῖες), ὅπου ἀσκοῦσε τό ἔργο τοῦ ἀγροφύλακα, ἀγωνιζόμενος νά ζῆ σάν πιστό τέκνο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀργότερα, τά ἱερά λείψανά του ἀνεκομίσθησαν καί μεταφέρθησαν στήν Ἱερά Μονή Προυσσοῦ Εὐρυτανίας. Ἀνευρέθησαν τόν Ἰανουάριο τοῦ 1974, ἕνα δέ τμῆμα ἀπό αὐτά μεταφέρθηκε, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1978, στήν Κόνιτσα. Ἔτσι, λοιπόν, ἕνα μοσχομύριστο κρίνο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, προστέθηκε στόν χορό τῶν Νεομαρτύρων στίς 23 Σεπτεμβρίου 1814 καί ἀποτελεῖ τιμή καί καύχημα γιά τήν γενέτειρά του. Γι’ αὐτό, δικαιολογημένα ὁ ἱερός ὑμνογράφος ψάλλει: «Σέ ἡ Κόνιτσα, ὑμνολογοῦσα Ἅγιε, ἡ σέ βλαστήσασα, ἀπό ψυχῆς σόι βοᾶ· δεινῶν περιστάσεων, φύλαττε ἄτρωτον τήν πατρίδα σου, προστρέχουσαν τῇ σκέπη σου, Ἰωάννη Νεομάρτυς» (ἀπό τήν ζ΄ ὠδή τοῦ Κανόνος).Ὅμως, ὁ ἐχθρός διάβολος περίμενε τήν κατάλληλη εὐκαιρία νά ἐπιτεθῆ στόν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννη. Κι’ αὐτή δέν ἄργησε νά ἔλθη. Καί νά πῶς: Ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη,πού ἦταν σέχης στήν Κόνιτσα (σέχης = θρησκευτικός ἀρχηγός τῶν «δερβίσηδων», δηλαδή τῶν μουσουλμάνων ἐκείνων, πού ἀκολουθοῦσαν μιά μορφή – ἄς τό ποῦμε ἔτσι – μοναχισμοῦ) καί πού ἔψαχνε συνέχεια νά τόν βρῆ, ἀνεκάλυψε στό τέλος ὅτι τό παιδί του ζοῦσε στό Ἀγρίνιο καί ὅτι, μάλιστα, εἶχε γίνει χριστιανός. Ἔσπευσε, λοιπόν, ἐκεῖ. Κι’ ἀφοῦ τόν βρῆκε, προσπάθησε μέ ταξίματα καί καλοπιάσματα νά τόν ξαναφέρῃ στόν μωαμεθανισμό. Ἀλλά ὁ νεαρός Ἰωάννης ἀποδείχθηκε γενναῖος καί ἀνυποχώρητος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Γιατί καί τά μαρτύρια ὑπέμεινε καρτερικά καί τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο δέχθηκε μέ χαρά, ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας του: «Τῆς ἀληθείας τό φῶς, ἐπιλάμψαν τῇ ψυχή σου, ἡμεροφαῆ σέ ἀστέρα ἔδειξεν, Ἰωάννη μακάριε · λύχνος γάρ τοῖς ποσί σου, κατά Δαβίδ ὁ θεῖος νόμος γέγονε, καί τήν ὁδόν τοῦ μαρτυρίου, ἀπροσκόπτως διέβης, πάντα τοῦ ἐχθροῦ, ὑποσκελίσας τά σκάνδαλα· ὅθεν τῆς ἄνω δόξης κοινωνός ἐγένου, τόν καρπόν τῆς ζωῆς δρεπόμενος». (Δοξαστικό τῶν Αἴνων).
Ἀπολυτίκιον
Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης (Ἦχος Α’)
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Ἀγρινίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ρίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσι· Δόξα τῷ δεδωκότι σόι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.